ἀπορρίχνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπορρίχνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπορρίχνω, ἀπορρίχτω Κάρπ. Κρήτ. Νάξ. (᾽Απύρανθ.) ᾽πορρίχτω Κάρπ. κ.ἀ. ἀπορρίχνω σύνηθ. ἀπουρρίχνου βόρ. ἰδιώμ. καὶ Πελοπν. (Μάν.) ᾿πορρίχνω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Κύθν. Προπ. (᾿Αρτάκ.) Ρόδ. κ.ἀ. 'πορρίχνου Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.) ᾿πουρρίχνου Εὔβ. (Στρόπον.) ἀπορρίγνω Πελοπν. (Γορτυν. Μεσσ Μάν.) ἀπορρίνω Ἤπ. (Τσαμαντ.) Πελοπν. (Κορινθ. Μαντίν.) ἀbουρρίχνω Πελοπν. (Μάν.) ἀbουρρίζω Πελοπν. (Μάν.) ἀπορρίβκω Κύπρ. ᾽πορρίβκω Κύπρ. ἀπορρίσ-σω Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀπορρίττζω Καλαβρ. (Μπόβ.) Μετοχ. ἀπορριχτημένος Νάξ. (᾿Απύρανθ.) κ.ἀ. ᾿πορριχτημένος Ἴος.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀπορρίπτω.

Σημασιολογία

1) Θεωρῶ τινα ἀνάξιον προσοχῆς, περιφρονῶ Θρᾴκ. (’Αδριανούπ. Σαρεκκλ.) Ἴος Κάρπ. Κρήτ. (Ἔμπαρ. κ.ἀ.) Κύπρ. Νάξ. (’Απύρανθ.) Προπ. (Μηχαν.) Ρόδ. Στερελλ. (᾽Αράχ.) κ.ἀ.: Εἶdα λοᾶται ἐπόρριξές με καὶ θαρεῖς πεˬὰ πῶς εἶμαι ἕνα σκουπίδι ᾿Απύρανθ. Μὴ τόν ᾿πορρίχνετε Σαρεκκλ. Δὲν ἀπορρίχνω ’γὼ πρᾶμα κιˬ ὅλα χρειάζουdαι Κρήτ. ᾽Απουστὰν ἐπόθαν’ ὁ κύρις τσης ἐπορρίχτηκεν (παρημέλησε τὸν ἑαυτόν της) αὐτοθ. Πᾶρι μι, μὴ μ’ ἀπουρρι’’ς ᾿Αδριανούπ. Ποτ-τε’ μου ᾿ὲν σὲ ᾿πορρίβκω Κύπρ. ’Επόρριψεν τοὺς συγγενεῖς του τσ’ ἐσήκωσεν τὸν ξένον αὐτόθ. 'Ο Θεὸς ᾿ὲν ’πορρίβκει τὸ πλάσμαν του αὐτόθ. ᾽Αφοῦ εἶναι καλὴ ἡ καμένη κ᾽ ὕστερα τὴν ἔχουνε ἀπορριχτημένη ὅλοι ᾿Απύρανθ. ᾿Απορρ᾿μένου κατσί’ Στερελλ. (’Αράχ.) ᾿Απορριμμένος εἶναι γιˬατί ’χει θλῖψι Ἔμπαρ. || Παροιμ. ’Πορριχτημένο κάτεργο σὲ ἀγαθὸ λιμένα (περὶ τῆς σημασίας ἰδ. ἀπορριξιμα͜ιός 1) Ἴος || Γνωμ. Μὴν ἀπορρίχτῃς ἄθρωπο μὲ τὴ δική σου γνῶσι, γιατὶ δὲν ξέρεις ὁ Θεὸς εἶdα ’χει νὰ τοῦ δώσῃ Κρήτ. ᾌσμ. ᾽Απορριμμένη μ᾿ ἔχουνε σὰν καλαμεˬὰ ’ς τὸν κάμπο Σίφν. ᾿Εσένα κιˬ ἀπορρίχτασι πῶς θὰ μὴν εὕρῃς ταίρι, κ’ ἐσού ’βρες μιˬὰν βασίλισσαν ἀποὺ τὸ Κάτ’ ᾽Απέρι Κάρπ. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. πβ. Ἀλκίφρ. 1,6 «ἡγάγου με... οὐκ ἀπερριμμένην γυναῖκα, οὐδὲ μίαν τῶν ἀσήμων». 2) Γεννῶ προώρως, πάσχω ἀποβολὴν, συνηθέστερον ἐπὶ ζῴων, ἐνιαχοῦ δὲ καὶ ἐπὶ γυναικὸς σύνηθ. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.): Ἀπόρριξε ἡ ἀγελάδα - ἡ γίδα - ἡ προβατῖνα - ἡ φοράδα κττ. 'Απόρριξαν τὰ πρόβατα σύνηθ. Ἡ δεῖνα ἀπόρριξε Αἴγ. ᾽Απόρρ᾿ξι ἡ ’ναῖκα Θεσσ. (Δομοκ.) Τοὺτ’ ἡ γεναῖκα οὕλον ταὶ ᾽πορρίβκει τὰ μωρά της Κύπρ. Πολλὲς γυναῖκες ’ς τὴν ὄψι του ἐλιποθύμησαν καὶ ἄλλες ἔγκυες ἀπόρριξαν ΑΚαρκαβίτσ. Ζητιᾶν. 78. Γίδα ἀπορρ’γμένη (ἡ παθοῦσα ἀρτίως ἔκτρωσιν) Ἤπ. || Παροιμ. Ἡ καμήλα τοῦ φτωχοῦ ἀντὶ νὰ γεννήσῃ ἀπόρριξε (ὅτι πολλάκις ὁ πτωχὸς ὑφίσταται ζημίας τότε ἀκριβῶς, ὅταν προσδοκᾷ κέρδος) Ἤπ. || Ποίημ. ...ἡ μάννα ν’ ἀπορρίχνῃ ὅταν ἰδῇ τόν ἤσκιˬο μας, 'ς τὰ στήθη της τὸ γάλα νὰ γίνεται πικρὴ χολή, περίδρομος, φαρμάκι ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3,26. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποβάλλω 6. Καὶ μετβ. ἀποβάλλω τὸ ἔμβρυον ἄωρον πολλαχ.: Τὸ ᾽πόρριξε ἡ γαδιˬάρα Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Τ᾿ ἀπόρρ’ξι ἡ φουράδα Στερελλ. (Αἰτωλ.) 3) Ἐπὶ δένδρων καὶ φυτῶν ἐν γένει, ἀπορρίπτω τὸ ἄνθος ἢ τὸν μικρὸν ἔτι καρπὸν Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Κύπρ. - ΓΚυριακ. Περονόσπορ. 4: Οἱ ἐλα͜ιὲς ᾿πόρριψαν φέτι τοὺς ἀθ-θοὺς Κύπρ. Τὰ ’πορρίχνει ἡ ντοματέα τὰ ντοματάτσα Αὐλωνάρ. «Τὸ σταφύλι ἀπορρίχνει, ρεύει ἐντελῶς ἢ γίνεται ριψίτης» ΓΚυριακ. ἔνθ' ἀν. β) ᾽Ανθῶ προώρως Στερελλ. (Αἰτωλ): ’Απόρρ'ξαν οὕλα τὰ κλαριˬά, γιˬατ᾿ τὰ ξιγέλασ’ ἡ καλουκιριˬά. γ) Βλαστάνω χόρτον, ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, ὅταν μετὰ τὰς πρώτας φθινοπωρινὰς βροχὰς φύεται ὀλίγον χόρτον, ἐπακολουθήσῃ δὲ ξηρασία Ἤπ. Πελοπν. (Μάν.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Λεπεν.): ᾿Απόρριξε ἡ γῆς Μάν. Ἐβριξι πρώιμα κὶ θ᾿ ἀπουρρίξ’ ἡ γῆς Λεπεν. Ἅμα βρέξ’ τοὺ καλουκαίρ’ ἀπουρρίχν’ ἡ γῆς Αἰτωλ. Δὲ θά ’χουμι καλὴ χρουνιˬὰ φέτου, γιατ᾿ θ᾿ ἀπορρίξ' οὑ τόπους αὐτόθ. 4) ᾿Επὶ ἀνδρός, ἀποσπερματίζομαι Κύπρ.: Ὅταν ἀρκινήσῃ ν᾿ ἀπορρίβκῃ ὁ ἄγρωπος, χοντρυνίσκει ἡ φωνή του. ᾿Επόρριψα ’ς τὸν ὕπνο μου. 5) ᾽Αποπατῶ, ἀποβάλλω τὴν κόπρον μου Κύπρ.: Νὰ πάω νὰ ’πορρίψω. 6) Ρίπτω, ἀπορρίπτω τινὰ πρός τι, ὠθῶ ᾿Αθῆν. Κάρπ. ᾌσμ. Δὲν ηὗρες κρίσι νὰ μὲ πάς, κριτὴ γιˬὰ νὰ μὲ κρίνῃ, μόνε ᾿ς τὸ Θεˬὸ μ᾿ ἀπόρριξες ποῦ γλήγορο τὸ δίνει ᾿Αθῆν. Ἡ ἀάπη πύργους κατελυˬεῖ, πετένιˬα ρίχτει κάτου καὶ παλληκάριˬα τοῦ σπαθιˬοῦ ᾽πορρίχτει τοῦ θανάτου Κάρπ. 7) Μεταδίδω νόσον, ἰδίωμα κττ. ἢ κάμνω νὰ μεταδοθῇ εἴς τινα Πελοπν. (Μάν): Δὲν πάω, γιˬατὶ ἔχει βλογιˬὰ καὶ θὰ μ’ ἀπουρρίξῃ. Εἶναι σπυριˬασμένος καὶ ἀbουρρίζει ὅπο͜ιονε πλησιάσῃ. Συνών. κολλῶ. 8) Παύω ρίπτων, τελειώνω τὸ ρίξιμο Ἤπ. κ.ἀ.: Ἀπορρίχνω τὰ λιθάριˬα Ἤπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/