ἀποσποριˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσποριˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποσποριˬάζω ἀμάρτ. ᾽ποσπορζάζω Κάλυμν.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. σπόρος.

Σημασιολογία

Ἐπὶ ἀνδρῶν, παρακμάζω, καθίσταμαι παρῆλιξ: Τά παλληκάρζα ᾿ὲν θὰ παντρεύγουνται ματθὲ σὰν θὰ ’ποσπορζάζουν (τὰ παλληκάρια δὲν θὰ παντρεύωνται μαθὲ σὰν θὰ ξεσποριάσουν). Συνών. ξεσποριˬάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/