ἀπονεφαλιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπονεφαλιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπονεφαλιˬάζω ἀμάρτ. ἀπονεφαλιˬάζ-ζω Σύμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀπονεφαλιˬά.

Σημασιολογία

Ἐπὶ τοῦ οὐρανοῦ, συνάγω νέφη: ᾎσμ. ’Πονεφαλιάζ-ζ’ ὁ οὐρανός, πάλε νὰ βρέξῃ θέλει. Συνών. συννεφιˬάζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/