ἀποκρεμάδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκρεμάδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποκρεμάδι τό, Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀποκρεμῶ.

Σημασιολογία

Συνήθως πληθ. 1) Τὰ ἀκροκλώνια τῶν δένδρων, τὰ οἱονεὶ κρεμάμενα: Οἱ ἐλα͜ιὲς εἶναι ᾿ς τ᾿ ἀποκρεμάδιˬα καὶ δὲ φτάνουdαι. 2) Αἱ κορυφαί, τὰ ὕψη τῶν κρημνῶν ἀπὸ τῶν ὁποίων κρέματαί τι. 3) Ράκη τῶν ἐνδυμάτων, τὰ οἰονεὶ κρεμάμενα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/