ἀποσπουδάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσπουδάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποσπουδάζω σύνηθ. ᾽ποσπουδάζω Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. σπουδάζω. Πβ. καὶ μεταγν. ἀποσπουδάζω₌ἀποφεύγω τι παντὶ τρόπῳ.

Σημασιολογία

Τελειώνω τὰς σπουδάς μου ἔνθ’ ἀν.: Δὲν ἀποσπούδασε ἀκόμη ὁ γιˬὸς τοῦ δεῖνα. ᾿Αποσπούδαξε πεˬὰ τώρα καὶ δυˬὸ χρόνιˬα σύνηθ. Ἀποσπούδαξε καὶ δὲ dοῦ χρειγιˬάζουdαι ἄλλα γράμματα Κρήτ. || Φρ. Ἀποσπούδασε κιˬ αὐτὸς (ἔγινε τελείως μόρτης) Ἀθῆν. Ἅμα πάς μ’ αὐτόν, θ᾿ ἀποσπουδάσῃς αὐτόθ. Εἶναι ἀποσπουδαγμένη κιˬ αὐτὴ (συνών. φρ. εἶναι ξεσκολισμένη) αὐτόθ. Καὶ μετβ. κάμνω τινὰ νὰ τελειώσῃ τὰς σπουδάς του Κρήτ.: Πολλὰ λεφτὰ θέλω γιˬὰ νὰ τόνε ’ποσπουδάξω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/