ἀπορροΐδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπορροΐδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπορροΐδι τό, Θήρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀπορροΐζω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίδι.

Σημασιολογία

Πληθ., αἱ τελευταῖαι τῶν ὀπωρῶν αἱ εἰς τὸ τέλος τῆς περιόδου λαμβανόμεναι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/