ἀποκρέμασμαν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκρέμασμαν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποκρέμασμαν τό, Πόντ. (Τραπ.) ἀποκράμαγμαν Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀποκρεμάνω, δι᾿ ὃ ἰδ. ἀποκρεμῶ.

Σημασιολογία

1) Ἀνάρτησις ἀπό τινος Πόντ. (Τραπ.) Συνών. κρέμασμα. 2) Μεταφ. τὸ νὰ στηρίζῃ τις τὰς ἐλπίδας του εἴς τινα, ἡ ἀπό τινος ἐξάρτησις ἔνθ’ ἀν.: Ἀίκον ἀποκρέμαγμαν πα ’κ’ εἶδα, οὕλ’ ἐγομῶθαν ᾿ς σ᾽ ὁσπίτι μ᾽ Χαλδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/