ἀπορροκκίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπορροκκίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπορροκκίζω Πόντ. (Τραπ.) ἀπορροτίζω Πόντ. (Ὄφ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. ρόκκα.
Σημασιολογία
1) Τελειώνω τὴν διὰ τῆς ἠλακάτης κλῶσιν οἱασδήποτε κλωστικῆς ὕλης ἔνθ’ ἀν.: ᾿Ακόμηνο οὔτ’ ἐπερρότισε Ὄφ. Συνών. ἀπορροκώνω. 2) Τελειώνω τὴν οἱανδήποτε ἐργασίαν μου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA