ἀποκρεμῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκρεμῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκρεμῶ Κρήτ. - Λεξ. Μ.Ἐγκυκλ. ᾿ποκρεμῶ Κάλυμν. κ.ἀ. ἀποκρεμάζου Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) ἀποκρεμάνω Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Μέσ. ἀποκρεμε͜ιοῦμαι Ἤπ. κ.ἀ. ἀπουκριμε͜ιοῦμι Μακεδ. (Καταφύγ.) ἀπουκριμε͜ιῶμι Στερελλ. (Αἰτωλ.)͵ ᾿ποκρεμοῦμαι Κρήτ. ἀπουκιιμάζουμ’ Σαμοθρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀποκρεμάννυμι.
Σημασιολογία
Α) Ἐνεργ. 1) Κρεμῶ, ἀναρτῶ τι ἀπό τινος Κάλυμν. Πόντ. (Ἀμισ. Τραπ.) Καὶ μεσ. κρεμῶμαι, ἐξαρτῶμαι ἀπό τινος Μακεδ. (Καταφύγ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Ἐπεκρεμάγα ᾿ς σὸ σοινίν Τραπ. Θενὰ ἔρρουζα, ἂν ᾿κ᾿ ἐπρόφτανα ν᾽ ἀποκρεμάσκουμαι ἀσ’ σὸ κλαδὶν Κερασ. Ἐπεκρεμάα ἀσ' σὸ κλαδὶν τῆ καρυδί’ κιˬ ὀλίγον κιˬ ἄλλο θὰ ἕρρουζα (ἐκρεμάστηκα ᾿ς τὸ κλαδὶ τῆς καρυδεˬᾶς καὶ ὀλίγον ἔλειψε νὰ πέσω) Χαλδ || Φρ. ’Ποκρεμάστηκαν τὰ μέσα μου ἀπὸ τὴν πεῖναν (ἐπείνασα πολὺ) Κάλυμν. || ᾎσμ. Κιˬ ἀπ’ τ’ οὐρανοῦ τὸ ράγισμα λιθάρ’ ἀπεκρεμάστεν Τραπ. β) Κρατῶ τὸ βρέφος ἀπὸ τῶν χειρῶν του πρὸς ὰφόδευσιν Πόντ. (Ἀμισ.) 2) Τελειώνω τὸ κρέμασμα Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Κρήτ. Πελοπν. (Μάν.) - Λεξ. Μ.᾿Εγκυκλ.: Ἀποκρεμάσανε τὰ προυκιˬὰ Κρήτ. Ἀποκρέμασέ τα bλεˬὸ αὐτόθ. Τ᾿ ἀποκρέμασα τὰ ροῦχα ἀπ’ τὸ σκοινὶ Μάν. 3) Καταβιβάζω τι κρεμάμενον Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Σάντ. Χαλδ.): Ἀποκρεμάνω τὰ ροῦχα Οἰν. Συνών. ξεκρεμῶ. Β) Μεσ. 1) Προκύπτω Κρήτ.: Μὴν ἀποκρεμᾶσαι ἀπὸ τὸ δῶμα, γιˬὰ θὰ πέσῃς Ἀποκρεμοῦμαι ἀπὸ τὸ παραθύρι. β) Προκύπτων ὁρμῶ πρός τι Κρήτ.: Ἀποκρεμάστην ἡ--ἀελαί σου ᾿ς τὰ φασούλιˬα μου 2) Ὀρθούμενος ἐπὶ τῶν δακτύλων τείνω τὸ σῶμα πρὸς τὰ ἄνω διὰ νὰ φθάσω τι ὑψηλότερον κείμενον Κρήτ.: ’Ποκρεμάσου νὰ τὸ φτάξῃς νὰ μοῦ τὸ φέρῃς ἐπαέ. Μὴ ᾿bοκρεμᾶσαι ψηλά. 3) Μεταφ. ἐξαρτῶμαι ἀπό τινος, ἀποθέτω τὰς ἐλπίδας μου εἴς τινα Ἤπ. Πόντ. (Κερασ. Σαντ. Τραπ. Χαλδ.) Σαμοθρ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ.: Ἀπό ’ν’ ἀμπέ' ἀπουκριμε͜ιῶμ’ ἰγὼ Αἰτωλ. Ἀπουκριμάσκα ᾿ς ἕνα μιστό, δὲν ἔχου τίπουτα ἄλλου αὐτόθ. Ἕναν παιδὶν ἔχω, ᾽ς ἀτὸ ἐπεκρεμάστα, ἄλλον κἀν’νὰν ’ς σὸν κόσμον ᾿κ᾿ ἔχω Κερασ. Ὅλ’ ’ς ἀτὸν ἐπεκρεμάσταμε κιˬ ἀτός πα τιδὲν καλὸν ᾽κ᾽ ἐποίκε μας Χαλδ. Σὶ τισένα γείμαστ’ ἀπουκιιμασμέ’ Σαμοθρ. Συνών. κρεμῶ. β) Ἀφοσιοῦμαι Ἤπ.: Ἀποκρεμάστηκε ᾿ς τὰ παιδιˬά της.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA