ἀποσπουρίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσπουρίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποσπουρίζω ᾽Αμοργ. Θήρ.

Ετυμολογία

Πιθανῶς ἐκ παλαιοῦ ἀποσπυρίζω. Πβ. ἀρχ. φρ. ἀπὸ σπυρίδος δειπνεῖν.

Σημασιολογία

Λαμβάνω μέρος εἰς συμπόσιον κατὰ τὸ ὁποῖον ἕκαστος κομίζει τὴν τροφήν του ἔνθ᾽ ἀν. : Πάμε σήμερο ν᾽ ἀποσπουρίσωμε Θήρ. Συνών. ρεφενίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/