ἀποκρεˬώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκρεˬώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκρεˬώνω Θήρ. Κύθν. Μεγίστ. Μῆλ. Ρόδ. Σίφν. Χίος ἀποκριγιˬώνω Κρήτ. ἀπουκρεˬώνου Λέσβ. ἀποκρώνου Λέσβ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ μεσν. ἀποκρεῶ. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Κρεοφαγῶ τὴν τελευταίαν πρὸ τῶν νηστειῶν ἡμέραν ἔνθ’ ἀν.: Θ’ ἀποκρεˬώσω μὲ τὰ παιδιˬά μου ἀπόψε Μῆλ. β) Τρώγω περισσότερον τοῦ δέοντος, ἀδηφαγῶ Μῆλ. 2) Τρώγω τι διὰ τελευταίαν φορὰν ὡς δυσπόριστον εἰς τὸ ἑξῆς Σίφν. 3) Τρώγω, γεύομαι διὰ πρώτην φορὰν καρπόν τινα ἢ ἄλλο ἐδώδιμον Λέσβ. Σίφν. 4) Κρεοφαγῶ, δὲν νηστεύω Μεγίστ. Πβ. ἀποκρεύω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA