ἀποκρίνομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκρίνομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποκρίνομαι σύνηθ. ἀποκρίνωμαι Ζάκ. κ.ἀ. ’ποκρίνομαι Κάλυμν. Κρήτ. Κύπρ. κ.ἀ. ἀποκρένομαι Ἤπ. Ἰόνιοι Νῆσ. Κεφαλλ. Λευκ. Νίσυρ. ἀποκρένουμαι Ζὰκ. ἀποκρίνουμαι Ζάκ. κ.ἀ. ἀπουκρένουμαι Μακεδ. (Καστορ.) ἀπουκρένουμι Σάμ. κ.ἀ. ἀποκρε͜ιέμαι Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κορινθ. Φιγάλ.) ἀπουκρε͜ιέμι Μακεδ. ἀποκρίσκομαι Πόντ. (Οἰν.) ἀποκρινούμενε Τσακων. Μετοχ. ἀποκρισάμενος Εὔβ. (Κονίστρ. κ. ἀ.) ἀπουκρισάμινους Ἤπ. ἀποκριζάμενος Πελοπν. (Γέρμ. κ.ἀ.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀποκρίνομαι. Ὁ τύπ. ἀποκρένομαι καὶ Μεσν.

Σημασιολογία

1) Ἀπαντῶ εἰς τὸ ἐρωτώμενον, δίδω ἀπάντησιν σύνηθ.: Φωνάζω φωνάζω καὶ δὲ μ' ἀποκρίνεται κἀνένας. Ἀποκρίνεται ὁ δεῖνα καὶ τοὺς λέει. Ἄν σοῦ μιλήσῃ ἄσκημα, ἐσὺ μὴν τοῦ ἀποκριθῇς. Τὸν ρωτῶ, μὰ δὲ μοῦ ἀποκρίνεται σύνηθ. Τόση ὥρα σοῦ μιλάω καὶ δὲν ἀποκρε͜ιέσαι Κορινθ. Δὲς τί ἀπουκρε͜ιέτι; Μακεδ. Ἐτῆνε νιˬ ἀποκρίε Τσακων. || Φρ. Σίντας σ’ κρέν’νι ν᾿ ἀπουκρίνισι (ὅταν σοῦ ζητοῦν τὴν κόρην σου εἰς γάμον, νὰ μὴ ἀρνῆσαι) Αἰτωλ. || Παροιμ Ἄλλα λέω τοῦ καλοῦ μου κιˬ ἄλλα μ᾽ ἀποκρίνεται (ὅταν περὶ ἄλλων ἐρωτᾷ τις, περὶ ἄλλων δὲ ἀπαντᾷ ὁ ἐρωτώμενος. καλὸς = μνηστὴρ) Αἴγιν. || ᾌσμ. Σὰν εἶδεν ἔτσ’ ἡ μάννα του, πολ-λὰ τὸν ἐφοήθη, ἄνοιξε τὸ στομάτι της, γλυτεˬὰ τὸν ἀποκρίθη Κύπρ. Τσαὶ ’τσείνη μ᾿ ἀποκρίθητσε, ἀλλὰ δὲ dὸ dουράρω, τὸ bρῶτό μου ἀγαπητικὸ νὰ τὸν ἀbbαdουνάρω Θήρ. (Οἴα) Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Χρον. Μορ. Η 6660 «κι ἂν μὲ ἐρωτήσῃ ὁκἄποιος διατί τρόπον τὸ ἐποίκεν; | ἐγὼ τοῦ ἀποκρένομαι…» β) Ἀπαντῶ αὐθαδῶς, ἀντιλέγω εἰς ἀνώτερον Κεφαλλ.: Δὲ θέλω ᾽περέτη ν’ ἀποκρίνεται. 2) Ἀναδέχομαί τι, ἀναλαμβάνω τὴν εὐθύνην, τὴν ὑποχρέωσίν τινος Ἄνδρ. Εὔβ. (Κονίστρ.) Ἤπ. Κεφαλλ. Κρήτ. Πελοπν. (Γέρμ. κ.ἀ.) Σάμ. – Γέρ. Κολοκοτρών. 57 καὶ 139: Ἀποκρινόμεθα ὅλα τὰ ἔξοδα ὅπου ἔχετε καμωμένα Γέρ. Κολοκοτρών. 139 ’Σ ὅγιˬο σύνορογ δυθῇ εἰς τὴ στράτα . . . στρατηλάτης, νὰ εἶναι ἀποκριζάμενα τὰ χωριˬὰ τὰ τριγυρινά, ἐὰν δὲν παραδώσουν τοὺς κλέφτες Γέρ. Κολοκοτρών.57 Ὅσα ἔξοδα τρέξουν θὰ τὰ ἀποκρίνεται Ἄνδρ. Γιˬ᾿ αὐτὴ τὴ δουλε͜ιὰ ἰγὼ ἀπουκρένουμι Σάμ. || Παροιμ. Μήτε ρωτηξάμενος μήτ᾿ ἀποκρισάμενος (οὔτε ἠρωτήθην οὔτε ἄρα εὐθύνομαι δι᾿ ὅ,τι συνέβη ἢ μέλλει νὰ συμβῇ) Κονίστρ. κ.ἀ. Οὔτε ὁριζάμενος εἶμαι οὔτε ἀποκριζάμενος (οὔτε ἐξουσιάζω τι οὔτε εὐθύνομαι δι’ ὅ,τι συμβαίνει) Γέρμ. Οὑρ’ζάμινους κιˬ ἀπουκρισάμινους (ὁ μὴ ὑπ᾽ ἄλλου ἐξαρτώμενος, αὐτεξούσιος, ἀνεξάρτητος. οὑρ’ζάμινους = ὁριζάμενος) Ἤπ. 3) Ἀνταποκρίνομαι, ἀντιστοιχῶ πρός τι Ἰόνιοι Νῆσ.: Τὸ πρᾶμα μου ἀποκρένεται, ἂν χρωστάω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/