ἀπόκρισι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόκρισι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀπόκρισι ἡ, σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ.) ἀπόκρισι Τσακων. ἀπόκρουσι Κάρπ.

Ετυμολογία

Ἔκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀπόκρισις.

Σημασιολογία

1) Ἀπάντησις εἰς τὸ ἐρωτώμενον σύνηθ. καὶ Πόντ (Τραπ.) Τσακων.: Τὸν ρώτησα, μὰ δὲ μοῦ ’δωσε ἀπόκρισι. Περιμένω ἀπόκρισι σύνηθ. Ὤν’ θὰ νι δοῦ ἀπόκρισι (δὲν θὰ τοῦ δώσω ἀπόκρισι) Τσακων. Ν’ ἀφηγκριστῇς καλὰ ἔντα ἀπόκρισι θὰ σ᾿ πῇ Σκῦρ || ᾎσμ. Χρουσῆ καΐγλαν φέρετε τοῦ ρῆα νὰ καθίσῃ, νὰ βγάλῃ τὴν ἀπόκρουσιν τοῦ βέη νὰ μιλήσῃ (καΐγλαν = καρέκλαν) Κάρπ. 2) Ἀπάντησις εἰς ἐπίπληξιν, εἰς ἔλεγχον, ἀπολογία Ἄνδρ. (Κόρθ.) Εὔβ. κ.ἀ.: Νὰ ἰδοῦμε τὶ ἀπόκρισι θὰ δώσῃ ’ς τὸν πατέρα του Εὔβ. || ᾎσμ. Ὁπ᾽ ἀγαπᾷ μελαχρινὴ πρέπει νὰ ἔχῃ γνῶσι, γιˬατ᾿ ἔχει μὲ τὸν ἔρωτα ἀπόκρισι νὰ δώσῃ Κόρθ. Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Α 249 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «καὶ μὲ τὴν ὥρα τὴν πολλὴ ᾽ς ἀπόκρισι κινήθη. | μὲ κλάημα κι ἀναστεναμὸ τοῦ φίλου ᾿πηλοήθη». Συνών. ἀποκρισιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/