ἀπόνηρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόνηρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπόνηρος ἐπίθ. ΓΞενοπ. Κατήφ. 334 ΓΒλαχογιάνν. Τὰ παληκάρ. 51 ΚΠαλαμ. ᾿Ασάλ. ζωὴ 2 153.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἐπίθ. ἀπόνηρος.
Σημασιολογία
’Απονήρευτος 1, ὃ ἰδ.: Ἦταν τόσο ἀθῷος κιˬ ἀπόνηρος ποῦ καταντοῦσε ἀπίστευτο ΓΞενόπ. ἔνθ’ ἀν. Ἡ μιλιˬά του ἀντηχοῦσε καθαρὴ κιˬ ἀπόνηρη μέσ᾿ ᾿ς τὸ σκοτάδι ΓΒλαχογιάνν. ἔνθ᾽ ἀν. – Ποίημ. Ὠρέχτηχες͵ ὦ ἀπόνηρη, τὸ μαγεμένο ρόδι ΚΠαλαμ. ἔνθ' ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA