ἀποστάλαγμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποστάλαγμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποστάλαγμα τό, Πελοπν. (᾽Αρκαδ.) κ. ἀ. ἀποστάλαμα Στερελλ. (Αἰτωλ) κ.ἀ.
Χρονολόγηση
Μεταγενέστερη
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. οὐσ ἀποστάλαγμα.
Σημασιολογία
1) Τὸ νὰ παύῃ τι νὰ στάζῃ Στερελλ. (Αἰτωλ) κ. ἀ. Συνών. ἀπόσταγμα 2. 2) Τὸ ἐξ ἀποστάξεως ὑγρόν, ἀπόσταγμα Πελοπν. (᾽Αρκαδ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA