ἀπορρουφῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπορρουφῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπορρουφῶ πολλαχ. ἀπορρουφάω ἐνιαχ. ἀπουρρουφάου Σκόπ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀπορροφῶ.

Σημασιολογία

Ροφῶ ἐντελῶς: Ὅσο περ᾿σσότερα αἵματα κατορθώσῃ κι ἀπορρουφήξῃ ἕνας τόπος, τόσο περ’σσότερη δύναμι θὰ δείξῃ ΓΨυχάρ. Ρωμαίικ. γραμματ. 1,156 – Ποίημ. Δεντρογαλιˬὲς τὰ μπράτσα σου κουλουριˬαστὰ προσμέναν κἄπο͜ια ζωὴ νὰ τιναχτοῦν νὰ τὴν ἀπορρουφήξουν ΚΠαλαμ. Βωμ. 2 96.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/