ἀπορρωμανίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπορρωμανίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπορρωμανίζω ἀμάρτ. ᾿πορρωμανίζω Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ και τοῦ ρ. ρωμανίζω.

Σημασιολογία

’Αποσύρω τὸ ρωμανήσιν, τὸν μοχλὸν δι᾿ οὗ κλείεται ἐσωτερικῶς ἡ θύρα, ἀνοίγω τὴν θύραν: ᾎσμ. Τεῖνος ἐπορρωμάνιζεν τ’ ἡ κόρη ξηψυίζει. Συνών. ξεμανταλώνω, ξερρωμανίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/