ἀποκρύωμαν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκρύωμαν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποκρύωμαν τό, Πόντ. (Χαλδ.) ἀπόκρωμαν Πόντ. (Τραπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀποκρυώνω.

Σημασιολογία

Ὀλίγη ψῦξις θερμοῦ τινος ἢ ζέοντος ἔνθ' ἀν.: Τῆ φαγεῖ τ' ἀποκρύωμαν ἀναμένω (περιμένω νὰ κρυώσῃ λίγο τὸ φαγητὸν) Χαλδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/