ἀπολαβαίνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπολαβαίνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπολαβαίνω πολλαχ. ἀπολαβαίν-νω Κύπρ. ’πολαβαίν-νω Κάλυμν. ἀπολαβάν-νω Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀπολαμβάνω: λαμβάνω τὸ ὀφειλόμενον.
Σημασιολογία
1) Ἀποκτῶ, κερδίζω, ἀπολαύω Κύπρ.: ᾎσμ. Ταὶ ᾽ὲν τὸ ἀπολάβαν-νεν ἐτεῖνο ποῦ ζητοῦσαν. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Πβ. Κ.Δ.(Λουκ.16,25) «τέκνον, μνήσθητι ὅτι ἀπέλαβες τὰ ἀγαθά σου ἐν τῇ ζωῇ σου». 2) Κερδίζω, εἰσπράττω χρήματα, ἔχω πρόσοδον (ἡ σημ. αὕτη ἐκ τοῦ λογίου ἀπολαμβάνω) πολλαχ.: Τί ἀπολαβαίνεις τὸ χρόνο ἀπὸ τὰ χτήματά σου; 3) Λαμβάνω τὸ ὑπόλοιπον ὀφειλῆς Λεξ. Δημητρ.: Ἀπόλαβα τὸ πάχτο γιὰ τὸ χτῆμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA