ἀπονίβω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπονίβω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπονίβω πολλαχ. ἀπονίβγου Εὔβ. (Κονίστρ. κ.ἀ.) Μέσ. ἀπονίφκουμαι Πόντ. (Τραπ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεταγν. ρ. ἀπονίπτω. Πβ. Πολυδ. 6,92 «νίψασθαι μὲν τὸ πρὸ τῆς τροφῆς, ἀπονίψασθαι δὲ τὸ μετὰ τὴν τροφήν».

Σημασιολογία

1) Νίπτω ἐντελῶς, τελειώνω τὸ νίψιμον πολλαχ.: Εἶδα κ᾽ ἔπαθα ν᾿ ἀπονίψω τὸ παιδί. Περίμενε ν᾿ ἀπονιφτῶ κ᾿ ἔρχομαι πολλαχ. ᾿Εγὼ νίβομαι κι ἀπονίβομαι, ἄν τὴ θέλῃ, ἂς τήν πάρῃ ΚΠαλαμ. Θάνατ. παλληκ. 40. || Φρ. Νίφτ’κα κιˬ ἀπουνίφτ’κα (τίποτε δὲν ἔχω νὰ ἐλπίζω) Στερελλ. (’Ακαρν.) Φάγε κιˬ ἀπονίψου (ὅτι οὐδὲν ἄλλο ἔχει νὰ ἐλπίζῃ) Ἤπ. 2) Μέσ. νίπτομαι ὀλίγον, νίπτω τὰ ἄκρα τῶν δακτύλων μου Πόντ. (Τραπ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/