ἀπονιψίδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπονιψίδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπονιψίδι τό, Ζάκ. Πελοπν. (Λακων. Λάστ. Μάν. Μεσσ.) Τσακων. ἀπου’ψίδ' Θρᾴκ. (Αἶν. Μάδυτ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀπόνιψι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίδι.
Σημασιολογία
1) ’Απόνιμμα 1, ὃ ἰδ., Ζάκ. Πελοπν. (Λακων. Λάστ. Μάν. Μεσσ.) Τσακων.: Νίβω τὰ χέριˬα μου καὶ τὰ ταΐζω τ᾿ ἀπονιψίδιˬα τῶν χεριˬῶνε μου Μεσσ. || Παροιμ. Τ᾿ ἀνιψίδιˬα εἶναι ἀπονιψίδιˬα (ὅτι οἱ ἀνεψιοὶ δὲν ὑπολογίζονται ὡς συγγενεῖς) Ζάκ. Τὰ προγόνιˬα εἶν᾿ περόνιˬα, τ᾽ ἀνιψίδιˬα ἀπονιψίδιˬα (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Λάστ. 2) ᾿Απόνιμμα 2, ὃ ἰδ., Θρᾴκ. (Αἶν. Μάδυτ.) Πελοπν. (Λακων. Μάν.): Ὅdες ἕνα παιδὶ εἶναι κακά, τὸ ποτίζουνε ἀπονιψίδιˬα γιˬὰ νὰ γένῃ καλὰ Μάν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA