ἀποσαπουνίδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσαπουνίδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποσαπουνίδι τό, Κρήτ. (Ρέθυμν. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀποσάπουνο καὶ τῆς παραγωγικῆς κατὰ -ίδι.
Σημασιολογία
Ἀποσάπουνο 1, ὃ ἰδ.: Εἶχα κἀbόσ’ ἀποσαπουνίδιˬα καὶ μ᾿ ἐκειναδὰ ἔπλυνα. Φέρε μου κιˬἀνένα ἀποσαπουνίδι ν᾽ ἀποπλύνω, γιˬατ᾿ ἐξέκαμε dὸ σαπούνι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA