ἀποστάριστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποστάριστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀποστάριστος ἐπίθ. ᾿Αθῆν. Νάξ. (᾿Απύρανθ.) κ. ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *ποσταριστὸς<ποστάρω κατὰ τὰ ἐκ τῶν εἰς -ίζω ρ. παράγωγα.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ ταχυδρομηθείς, ἀταχυδρόμητος ἔνθ' ἀν. :Βρῆκα ’ς τὴν τσέπη μου ἕνα γράμμα ἀποστάριστο ποῦ τὄχα ξεχάσει ᾽Αθῆν. 2) Ὁ μὴ φέρων τὴν ταχυδρομικὴν σφραγῖδα. ᾿Αθῆν. : Δὲ μπορῶ νὰ καταλάβω ἀποποῦ εἶναι τὸ γράμμα, γιˬατ᾿ εἶναι ἀποστάριστο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA