ἀποσαράντωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσαράντωμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποσαράντωμα τό, ἀμάρτ. ᾿ποσαράντωμαν Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποσαραντώνω.
Σημασιολογία
Συνήθως πληθ., συμπλήρωσις τεσσαράκοντα ἡμερῶν (α) ᾿Απὸ τοῦ τοκετοῦ, ὁπότε ἐκκλησιάζεται τὸ βρέφος : Καλὰ ᾿ποσαραντώματα ! (εὐχή). Συνών. σαράντισμα, τά σαράντα. (β) Ἀπὸ τοῦ θανάτου: ᾎσμ. Θὰ κάμω πέντε πρόσφορα, θὰ κάμω τ’ ἕναν ἄρτο τ’ εἰς τὰ ᾿ποσαραντώματα περίμενέ με νά ᾿ρτω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA