ἀπολαλῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπολαλῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπολαλῶ Κάρπ. Κρήτ. - Λεξ. Δημητρ. ἀπολαλοῦ Τσακων. (Καστάν.) 'πολαλῶ Κύπρ. Ρόδ. ἀπελαλῶ Κρήτ. ἀποαοῦ Τσακων. Μέσ. ἀπολαλείουμαι Καππ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἀπολαλῶ. Πβ. καὶ ΒΦάβην ἐν Ἀθηνᾷ 29 (1917) Λεξικογρ. Ἀρχ. 39 κἑξ.
Σημασιολογία
1) Λαλῶ μεγαλοφώνως, δυνατὰ Λεξ. Δημητρ: Αἴνιγμ. Πάνω ᾿ς τὸ ὄρος ᾿ς τὸ βουνὶ | εἶναι κόρη καὶ λαλεῖ καὶ λαλεῖ κιˬ ἀπολαλεῖ | κιˬ ἄνθρωπος δὲν τὴν θωρεῖ (ἡ βροντὴ). 2) Καθοδηγῶ τὰ βοσκήματα διὰ φωνῶν προτρεπτικῶν ἢ ἀποτρεπτικῶν Κάρπ. Κρήτ ᾎσμ. Νὰ ’άστουν τὸ ραβδὶν | ν᾿ ἀπολάλουν τὸ μαντρὶν Κάρπ. β) Παρορμῶ διὰ φωνῶν πρὸς ἐπιτάχυνσιν Κάρπ.: ᾎσμ. Ἀπὸ τετράωνον βουνὶν ἀμάξιν κατεαίν-νει, ἁμάξι φοερότρομο κιˬ ἀργυροκουουνᾶτο καὶ τρεῖς ἀοῦροι τὸ τραυοῦ καὶ δυˬὸ τ᾿ ἀπολαλοῦσι. 3) Μεταχειρίζομαί τινα κακῶς, φέρομαι σκαιῶς Κρήτ.: Ἐτσὰ μ᾿ ἀπολαλεῖ οὕλη τὴν ὥρα. || ᾎσμ. Ἄdρες, γιˬάdα μὲ διˬώχνετε; γιˬάdα μ’ ἀπελαλεῖτε; β) Ἐπὶ κυνός, διώκω ὑλακτῶν Ρόδ. ’Πολαλεῖ ὁ σκύλdος ᾽ς τὸ κυνήγι. 4) Τελειώνω τὴν ὁμιλίαν μου Τσακων. : Ἄφε μι ν᾿ ἀποαλήου. 5) Ἀποκάμνω, ἀπαυδῶ Τσακων.: Ἀποαλῆκα ᾿αοῦ - γράφου - φωνιˬάνδου (ἀπέκαμα λαλῶν, γράφων, φωνάζων). Ἀποαλῆκα πλέα. Συνών. ἀποκάμνω Α1. 6) Ἀδυνατῶ νὰ ὁμιλήσω Καππ.: ᾎσμ. Τὸ στόμα ὄιμα ἔγεμεν καὶ γλῶσσ᾽ ἀπελαλε͜ιοῦντον (ὄιμα=αἷμα.).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA