ἀπολαμπὴ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπολαμπὴ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀπολαμπὴ ἡ, Θεσσ. (Ζαγορ.) Ἰόνιοι Νῆσ. Πελοπν. (κάμπος Λακων.) κ.ἀ. ἀπολιˬαμπὴ Πελοπν. (Λακων. Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀπολάμπω.
Σημασιολογία
1) Λάμψις τις αἰφνιδία καὶ βραχείας διαρκείας, οἷον ἐξ ἐκπυρσοκροτήσεως ὅπλου κττ. ἔνθ᾽ ἀν. β) Ἀστραπὴ ἢ σπινθὴρ ἐκ τοῦ κεραυνοῦ Πελοπν. (Λακων.): Φρ. Τὸν πῆρ’ ἡ ἀπολιˬαμπὴ (ἐπὶ λίαν μελαχρινοῦ ἀνθρώπου). 2) ᾿Ασθενὴς φωτισμός, ἀσθενὴς λάμψις Θεσσ. (Ζαγορ.) Ἰόνιοι Νῆσ.: Τὴν ἀπολαμπὴ τοῦ φεγγαριˬοῦ εἶδε κ᾽ ἔλεε πῶς ξημέρωσε ᾿Ιονιοι Νῆσ. 3) Ἀντανάκλασις φωτὸς Πελοπν. (Λακων. Μάν.): Σήκου, γιˬατὶ σὲ πῆρε ἠ ἀπολιˬαμπή. Συνών. ἀντηλιˬὰ, ἀντηλιˬάδα 1. 4) Ἀμυδρὰ εἰκὼν τὴν ὁποίαν συλλαμβάνει τις πράγματος μόλις ἐμφανιζομένου ἢ ταχέως διερχομένου, οἷον πτηνοῦ Πελοπν. (κάμπος Λακων.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA