ἀποστασιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποστασιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀποστασιˬὰ ἡ, Θρᾴκ. (Ἡρακλίτσ.) Προπ. (Κούταλ.) ἀποσταὰ Στερελλ. (Μεσολόγγ.) ᾽πεστασιὰ Θρᾴκ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἀποστασία.

Σημασιολογία

1) Τὸ νὰ ἀφίσταται, ἀποστατῇ τις, στάσις, ἀνταρσία Θράκ. Συνών. ἀνταρσία 1, ἐπανάστασι. στάσι. ΙΙ) Τρόπος ἁλιείας μὲ δίκτυα ριπτόμενα ὑπὸ τῶν ἁλιέων καὶ ἀνασυρόμενα κατὰ τὴν ἐπιοῦσαν Θρᾴκ. (Ἡρακλίτσ.) Προπ. (Κούταλ.) Στερελλ. (Μεσολόγγ.): Θὰ πάνε γιˬ' ἀποστασιˬὰ Ἡρακλίτσ. β) ’Επιρρηματ., κατὰ τὸν τρόπον τῆς ἀποστασιˬᾶς Στερελλ. (Μεσολόγγ.) : Βάνου τὰ δίχτυˬα ἀποσταὰ Μεσολόγγ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/