ἀποαχλίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποαχλίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποαχλίζω Πόντ.(Τραπ.) ἀποαφλίζω Πόντ. (Τραπ.) Μέσ. ἀποαχλίγουμαι Πόντ. (Τραπ.) ἀποαχλίουμαι Πόντ. (Τραπ.) ἀποαχλίσκουμαι Πόντ. (Τραπ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. αχλίζω, παρ᾿ ὃ καὶ αφλίζω<άχλα καὶ άφλα=φλέγμα.

Σημασιολογία

Ἀποαχλζω, ὃ ἰδ. : ᾽Επεαχλίεν κ᾿ ἔφτυσέ με. ᾿Επεαχλίστεν κ᾿ ἔφτυσεν ἀτεν. ᾿Εάφλιξεν κ᾿ ἐπεάφλιξεν τὸ μωρόν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/