ἀποστατίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποστατίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποστατίζω ἀποστακίζου Τσακων. ἀποστακοῦ Τσακων. ἀποστατῶ Ἄνδρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀποστατός.

Σημασιολογία

Ι) Ρίπτω νύκτωρ τὰ δίκτυα εἰς τὴν θάλασσαν Ἄνδρ. ΙΙ) Κουράζομαι Τσακων. Συνών ἰδ. ἐν λ. ἀποστένω 4. ΙΙΙ) ’Ανοίγω τὰ σκέλη πλαγίως Τσακων.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/