ἀποστατῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποστατῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποστατῶ Πελοπν. (’Αρκαδ. Μάν.)

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀποστατῶ.

Σημασιολογία

1) Γίνομαι ἀτίθασος, ἀπειθὴς Πελοπν. (Μάν.): ᾿Αποστάτησαν τὰ παιδία του καὶ δὲν ἀκοῦνε κἀνένα ἀπὸ τοὺς γονῆδες. Τοῦτο μᾶς ἔλειπε τώρᾳ, ν’ ἀποστατήσῃς κ᾽ ἐσύ. 2) ’Αλαζονεύομαι Πελοπν. (᾿Αρκαδ.) : Φρ. Αὐτὸς ἀποστάτησε (τὸ πῆρε ψηλά).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/