ἀποσταύρωμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσταύρωμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποσταύρωμα τό, ἀμάρτ. ἀπουσταύρωμα Μακεδ. ἀποσταύρωμαν Πόντ. (Τραπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποσταυρώνω.
Σημασιολογία
1) Ἡ διάλυσις τοῦ σχήματος σταυροῦ Πόντ (Τραπ.) 2) Ἡ καθ’ ὁδὸν συνάντησις Μακεδ. Συνών. ἀντάμωμα 2, ἀνταμωμός, ἀντάμωσι 2, ἀνταμωσιˬά 2, συναπάντημα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA