ἀπολασιˬάρις

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπολασιˬάρις

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀπολασιˬάρις ὁ, Κρήτ. ἀπολασάρις Λεξ. Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπό, τοῦ οὐσ. λασιˬὰ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ -ιˬάρις.

Σημασιολογία

Ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου παρῆλθεν ἡ περίοδος τοῦ ὀργασμοῦ, τῆς ὀχείας, ἐπὶ κριῶν καὶ τράγων: Οἱ κριγοὶ εἶναι ἀπολασιˬάριδες.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/