ἀποσβουρεˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσβουρεˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀποσβουρεˬὰ ἡ, ἀμάρτ. ἀποσβουρὰ Κρήτ. (Ἔμπαρ. Κατσιδ. Λατσίδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. σβουρεˬά.
Σημασιολογία
1) Ὁρμητικὴ στροφὴ ἔνθ᾽ ἀν.: Φρ. Πῆρ’ ἀποσβουρὰ (ἔφυγε ταχέως) Κατσιδ. Τοῦ ’δωκα τὴν ἀποσβουρά dου κ᾽ ἐχάθηκ’ ἀποbροστά μου αὐτόθ. Τὴν ἀποσβουρά dου νὰ πάρῃς! (ὅπως κακὰ ἐπῆγε αὐτός, ἔτσι νὰ πᾶς καὶ σύ! ’Αρὰ) Λατσίδ. 2) Ὁ ἐκ τῆς ὁρμητικῆς στροφῆς παραγόμενος ἦχος : Φρ. Δὲν ἐκούστηκεν ἡ--ἀποσβουρά dου (χάθηκε ἐντελῶς, ἔγινεν ἀφανὴς) Ἔμπαρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA