ἀπολείπω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπολείπω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπολείπω σύνηθ. καὶ Πόντ. (Οἰν.) ἀπουλείπου βόρ. ἰδιώμ. ᾿πολείπω πολλαχ. ἀπολείβω Χίος ᾽πολείβγω Κάλυμν. Μέσ. ἀπολείβγομαι Κρήτ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀπολείπω.

Σημασιολογία

1) Λείπω, δὲν ὑπάρχω, ὰπουσιάζω, συνήθως μετ᾿ ἀρνήσεως σύνηθ. καὶ Πόντ. (Οἰν.): Δὲν τοῦ ἀπολείπει τὸ βούτυρο. Δὲ μοῦ ἀπολείπουνε οἱ δουλε͜ιές. Δὲ μᾶς ἀπολείπουνε τὰ ἔξοδα. Δὲν τοὺς ἀπολείπει ἡ ἀρρώστιˬὰ - ἡ γρίνιˬα κττ. Δὲ μοῦ ἀπολείπει μουσαφίρης σύνηθ. Δὲν ἀπολείπει τὸ χιˬόνι ἀπὸ τὸ Χιˬαλμὸ Πελοπν (Καλάβρυτ.) Οἱ κρισολογίες ποτὲ δὲν τοὺς ἀπολείπουνε Κεφαλλ. Δὲν ἀπολείπει ποτὲ ἀπὸ γάμο Πελοπν. ( Κορινθ.) Νὰ μὴν ἀπολείπῃς ποτέ σ᾿ ἀπ᾿ τὸ σκολε͜ιὸ Ἤπ. Ἐγὼ δὲν ἀπολείπω ἀπ’ τ’ ἀμπέλι Πελοπν. (Βούρβὸυρ) Τὸ ἀγόραοα γιˬὰ ν’ ἀπουλείψ’ οὑ καβγᾶς Στερελλ (Αἰτωλ.) ᾿Εν πορεῖ νὰ τῶν ἀπολείπῃ τὸ κρασὶ (δὲν ζοῦν χωρὶς κρασὶ) Σίφν. Ὁ ψῦχος ἀποπάνου μου ᾽κ᾿ πολείπει (ἀντὶ ’κὶ ἀπολείπει) Οἰν. Δὲν ᾿πολείβγει ’ποὺ τὸ σπίτι μας μέρα καὶ νύχτα Κάλυμν. || Γνωμ. Ἀπὸ τὸ θέρο ὥς τοῖς ἐλα͜ιὲς | δὲν ἀπολείπουν οἱ δουλε͜ιὲς πολλαχ. || ᾎσμ. Ἀπ᾿ τὸν καιρὸ ποῦ σ᾿ ἀγαπῶ δὲ μ᾽ ἀπολείπ’ ἡ ζούρλιˬα Ἤπ. Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. Πβ. Ὁμ. η 117 «τάων οὔποτε καρπὸς ἀπόλλυται οὐδ᾽ ἀπολείπει». β) ᾿Απολύτως, λείπω, παύομαι Πελοπν. (Βυτίν.): Ὁ δεῖνα δὲν ἀπολείπει οὔτε πέρ’σ’ ἀπόλειπε, ἔρχεται καὶ μᾶς βλέπει. 2) Εἶμαι ξένος, ἀπομακρύνομαί τινος, δὲν μετέχω Θήρ. Κέρκ. Πελοπν. (Βυτίν. Μάν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ξάνοιε, παιδί μου, ν’ ἀπολείπῃς ἀπὸ τσοὶ κακὲς συναναστροφὲς Θήρ. Νὰ μὲ ρίξῃ ᾿ς τὸ σπιτάλι καὶ ν’ ἀπολείψῃ ἔτσι ἀπὸ τὰ τόσα βάσανα Κέρκ. β) Ἀφίνω, ἐγκαταλείπω τινὰ Κρήτ. Μῆλ. Μύκ. : Δὲ μ᾽ ἀπολείπεις, χριστιˬανέ μου, ν’ ἀναπαῶ λιγάκι; Μῆλ. Ὄντας ὥρα ν᾿ ἀπολείψῃ τὴν ἐκκλησιˬὰ καβαλλ’τσεὐει ᾽ς τ᾿ ἄλογο τσαὶ ἔφυγε Μύκ. 3) Μέσ. ὑπολείπομαι, ἀπομένω Κρήτ. Χίος : Ὅσον ἀπολείβεται ἀπὲ τὲς δεκατέσσερεις ὀργυιˬὲς νὰ τὲς σώνῃ εἰς τὴν ἀμπέλαν Χίος || Φρ. Τὴ dρίχα ἀπολείφτηκε (ὀλίγον ἔλειψε, οἷον: τὴν τρίχα ἀπολείφτηκε νὰ τσῆ ᾽ρθῃ λιγωμάρα) Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/