ἀποστεγνώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποστεγνώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποστεγνώνω σύνηθ. ᾽ποστεγνώνω Κρήτ. (Κατσιδ.καὶ ἀποστεγνώνω). ἀποστεχνώνου Εὔβ. (Κονίστρ. κ. ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. στεγνώνω.
Σημασιολογία
1) Στεγνώνω τι ἐντελῶς σύνηθ. Καὶ ἀμτβ. στεγνώνομαι σύνηθ.: ᾽Αποστέγνωσαν τὰ ροῦχα σύνηθ. Δὲν ἀποστέγνωξε ἀκόμα τὸ χωράφι Πελοπν. (Μάν.) Θὰ κάτσω κοντὰ ᾽ς τὴ φωτία γιˬὰ ν' ἀποστεγνώξω αὐτόθ. Ἄφησε τὰ ροῦχα νἀ ἀποστεγνώσουν ’ς τὸν ἥλιˬο Λεξ. Δημητρ. Μὴ bάς νὰ τὰ μαζώξῃς ἐδὰ τὰ ροῦχα, γιˬὰ δὲν ἀποστεγνώξαν ἀκόμης (ἐδὰ₌τώρᾳ, γιˬὰ₌διότι) Κρήτ. Ὁγρά ’ναι ἀκόμη τὰ ροῦχα, μόνο ἄφησέ τα ἀκόμη ’ς τὸν ἥλιο γιˬὰ ν’ ἀποστεγνώξουνε Κρήτ. (Κατσιδ.) Νωπὸ εἶναι τὸ ποκάμισο, θὰν τ᾿ ἁπλώσου ’ς τὴ φωτιά ν’ ἀποστεχνώσῃ Κονίστρ. ᾿Αναγύριζα τὴ φωτιˬὰ κιˬ ἀποστέγνωνα ὁλοένα ὅσα σκουτιˬὰ τοῦ κορμιˬοῦ μου δὲν εἶχα προφτάσει νὰ στεγνώσω ᾿ς τὸ χάνι ΚΚρυστάλλ. Ἔργα 2,146. 2) Ἀμτβ. μεταφ. γίνομαι ἰσχνός, ρικνοῦμαι Θεσσ. (Ζαγορ.) Συνών. ἰδ ἐν λ. ἀποσταφιδώνω 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA