ἀποστειρώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποστειρώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποστειρώνω Κρήτ. (Πρασ. Σέλιν. κ. ά.) ᾿ποστειρώνω Α.Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεσν. ἀποστειρῶ.
Σημασιολογία
1) Παύω νὰ παράγω γάλα Κρήτ (Πρασ. κ. ἀ.): ᾿Αποστειρώνουνε τὰ ὀζὰ Πρασ. Στειρώνουν καὶ ἀποστειρώνουν καὶ ᾽πογαλίζουν τὰ ἔgαλα (ὅταν κατὰ τὸ τέλος τοῦ θέρους δὲν παρέχουν πλέον γάλα) Κρήτ. 2) Κάμνω τι τελείως στεῖρον, ἐπὶ πηγῶν κττ. Κρήτ. (Πρασ. κ. ἀ.) : Ἤπιˬενε ἀποὺ τὸν ποταμὸ καὶ τὸν ἀποστείρωξε (ἐκ παραμυθ.) Κρήτ. || ᾎσμ. Πιˬάνει μαγεύει τὰ νερὰ κιˬ ἀποστειρώνει βρύσες Πρασ. Καὶ ἀμτβ. στειρεύω ἐντελῶς, παύω νὰ παράγω Κρήτ. (Πρασ. Σέλιν κ.ἀ.): ᾿Αποστείρωξε τὸ πηγάδι Κρήτ. ᾿Αποστείρωσεν ἡ βρύσι αὐτόθ. Πβ. ἀποστερεύω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA