ἀποστεμιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποστεμιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποστεμιˬάζω Σίφν. ᾿ποστεμιˬάτζω Σίφν.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀπόστεμα, δι᾽ ὃ ἰδ. ἀπόσταμα.
Σημασιολογία
᾿Αποκάμνω : Μὲ ᾽ποστεμιˬάντζανε τά Σαββατοκύριακα. ᾿Αποστέμιˬασα νά φωνάζω. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποστένω 4.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA