ἀπόσερμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόσερμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπόσερμα τό, Κέως Κύθν. Μύκ. Τῆν. -Λεξ. Πρω. ἀπόσυρμα τό, Κάρπ. Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) κ.ἀ. ’πόσυρμα Εὔβ. (Στρόπον.) Σύμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀπόσυρμα.

Σημασιολογία

1) Καθόλου, τὸ διὰ τοῦ σαρώθρου καθάρισμα Κέως Σύμ. Τῆν. β) Ἡ διὰ τοῦ σαρώθρου ἐν τῷ ἁλωνίῳ ἀποχώρισις τοῦ ἀχύρου ἀπὸ τοῦ καρποῦ Μύκ. 2) Ἡ ἀποτιθεμένη ὑπὸ τῶν πλημμυρούντων ποταμῶν ἰλὺς ἢ καὶ λίθοι εἰς τοὺς παραποταμίους ἀγροὺς Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) Συνών. μπαζώματα, ξενοχώματα. 3) Τὰ τελευταῖα ὕδατα τοῦ πλημμυρήσαντος χειμάρρου τὰ ἄνευ ὁρμῆς ρέοντα Νάξ. (᾿Απύρανθ.): Ἦbε μέσ᾿ ᾿ς τὸ πρᾶμα μας ὁ ποταμός, μὰ δὲν ἤτονε φόρτσος, παρὰ ἤτονε τ᾽ ἀπόσυρμα dοῦ ποταμοῦ. 4) Πᾶν ὅ,τι ἀποσπᾶται ἀπὸ ἐπιφανείας τινός, ἐκδορὰ Λεξ. Πρω. Συνών. ξέγδαρμα, φλούδα. 5) Τὰ ἀπὸ τῆς κοιλιακῆς χώρας ἀποκοπτόμενα χοίρεια κρέατα Εὔβ. (Στρόπον.) Κύθν. Νάξ. (’Απύρανθ.) : Τ’ ἀπόσυρμα νὰ τ᾿ ἁλατσώσωμε bοὺ θὰ τὸ μαερέψωμε τσοὶ Λαμπρὲς ᾽Απύρανθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/