ἀπολίανος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπολίανος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀπολίανος ὁ, Σύμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἁρχ. οὐσ. ἀπόλινον. Ἰδ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 5 (1918|20) 65.
Σημασιολογία
Τὸ φυτὸν δαφνοειδὲς τὸ κνίδιον (daphne gnidium) τοῦ γένους τοῦ δαφνοειδοῦς (daphne) τῆς τάξεως τῶν θυμελαιωδῶν (thymeleaceae), ἡ τῶν ἀρχαίων θυμελαία, τῆς ὁποίας ὁ καρπὸς ἐκαλεῖτο ᾶπόλινον (Διοσκορ. 4,170). Συνών. κάψα, χολοκούκκι, χολόχορτο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA