ἀπολίβαδο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπολίβαδο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπολίβαδο τό, ΔΛουκοπ. Ποιμεν. Ρούμελ. 100
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. λιβάδι.
Σημασιολογία
Λιβάδι βοσκημένο: [ Οἱ βοσκοὶ] ρίχνουν τὰ στέρφα . . . ’ς τὸ στερνολίβαδο ἣ καὶ ᾿ς τ᾽ ἀπολίβαδο, βόσκουν ἐτοῦτα τοὶς μελίστες, μαδοῦνε κἄτι καὶ ψευτοζοῦν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA