ἀπονοικοκύρις

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπονοικοκύρις

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀπονοικοκύρις ὁ, Ἰων. (Κρήν.) Χίος Θηλ. ἀπονοικοκυρὰ Ἰων. (Κρήν.) Πόντ. (Οἰν.) Χίος ἀπου'κουτσαρὰ Λὲσβ. (Πάμφιλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. νοικοκύρις.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ καλὸς νοικοκύρις ὁ ὁποῖος δὲν τηρεῖ οἰκονομίαν καὶ τάξιν ἐν τῷ οἴκῳ του ἔνθ' ἀν.: Τὰ παιδιˬὰ σὲ κάνουνε ἀπονοικοκύρι Κρήν. ’Ναῖκα ἀπου’ κουτσαρὰ Πάμφιλ. 2) Ὁ πρῴην νοικοκύρις, ὁ μὴ ὢν πλέον κύριος, κτήτωρ τινος Χίος: ᾿Απονοικοκύρι θὰ μὲ κάμῃς; (θα μὲ ἀποξενώσῃς ἀπὸ τὸ κτῆμά μου;)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/