ἄπονος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄπονος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄπονος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἄπουνους βόρ. ἰδιώμ. Λυκ. (Λιβύσσ.) ἄπονε Τσακων.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄπονος.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ πονῶν, ὁ μὴ λυπούμενος, ἀνάλγητος, ἄσπλαγχνος, ἄστοργος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Ἄπονος ἄνθρωπος - ἀδερφὸς - πατέρας κττ. Ἄπονη ἀδερφὴ - γυναῖκα - μάννα - ψυχὴ κττ. Ἄπονο παιδὶ κοιν. Ἄπονον καρδίαν ἔει Κερασ. Ντ’ ἄπονος εἶσαι! λιθάρ’ καρδίαν ἔεις! (ἔχεις) Χαλδ. || ᾎσμ. Εἶσαι σκληρὴ καὶ ἄπονη, κρῖμα ’ς τὴν ὀμορφιά σου, σὲ τέθο͜ιο ὄμορφο κορμὶ νὰ βρίσκετ' ἡ καρδιˬά σου Κρήτ. Συνών ἰδ. ἐν λ. ἀπόνετος 1. 2) Ὁ μὴ προξενῶν πόνον, ἄλγος Πόντ. (Κερασ.): Ἄπονον πρέσμαν. Συνών. ἀπόνετος 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA