ἀποσημειώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσημειώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποσημειώνω Νάξ. (᾽Απύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. σημειώνω.
Σημασιολογία
Καθιστῶ τινα σημειωμένον, κάμνω τινὰ νὰ ἔχῃ χαρακτηριστικόν τι μειονέκτημα, οἶον ἀναπηρίαν τινά : ᾎσμ. Τὴ σκλάβα μου-ν-ἐστόλισα κ᾿ ἡ σκλάβα μου τὸν δέχτη κ’ ἠποσημείωσέ τηνε ὁ βασιλεˬὰς ὁ ψεύτης (δηλονότι ἀποκόψας τὸν μικρὸν δάκτυλον). Συνών. σημαδεύω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA