ἀποσιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποσιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποσιˬάζω Κάρπ Κρήτ. (Ρέθυμν. Χαν κ. ἀ.) Πελοπν. (Μάν.) ἀποσάζω Κρήτ. (Μεραμβ. κ.ἀ.) ’ποσάζω Εὔβ. (Κονίστρ.) Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. σιˬάζω.

Σημασιολογία

1) Τελειώνω τὴν διόρθωσιν ἢ τὴν κατασκευήν τινος ἔνθ᾽ ἀν. : Δὲν ἐποσάκαμε ’κόμα τὸ πάτωμα Εὔβ. (Κονίστρ.) ᾿Επόσασα ᾿γὼ τὰ κρούσσα τσ᾿ ἀνάπλας μου Κρήτ. ᾿Αποσιˬάξαμε τὴ σκεπὴ-τὸ μπαλκόνι Μάν. β) Τακτοποιῶ Κρήτ.: Ἄς πά 'ποσάσω τὸ σπίτι μου, γιˬατ᾿ εἶναι ἄνου-κάτω. Συνών. συγυρίζω. γ) Μεταφ. τακτοποιῶ, συγκαλύπτω Κάρπ. Κρήτ. (Χαν.) : ᾽Επόσιˬασά σου τες πλεˬά τοὶς βουλεῖες καί τοὶς ἐργασίες σου (βουλεῖες=δουλειὲς) Κάρπ. || Παροιμ. Καί καλή ’το g᾽ ἔκανέ dα | καὶ καλὴ κιˬ ἀπόσιˬαζέ dα (ἐπὶ τῶν ἱκανῶν νὰ συγκαλύπτουν τὰς ἑαυτῶν ἐπιψόγους πράξεις) Χαν. 2) Στολίζω, κοσμῶ Κρήτ.: ’Ποσάσετε τὸ δίσκο τῆς νύφης. ’Πόσασε τὸ κωπέλλι νὰ τὸ πάω ’ς τὴν ἐκκλησά. Καὶ μέσ. περιποιοῦμαι τὸν ἑαυτόν μου, στολίζομαι Κρήτ. : Πήγαινε ν᾽ ἀποσαστῇς νὰ πάμε ᾿ς τὴν ξεφάντωσι. ’Εδὰ ’ποσάζεται, κάτσε νὰ τὴν ἀνημένῃς. ‖ ᾎσμ. Ἡ--ἄσκημη κι ἂ ᾽bοσαστῇ, δὲ γίνεται κωπέλλα. Ἡ σημ. καὶ ἐν ’Ερωτοκρ. Ε 440. 3) Μεταφ. λέγω κατάτινος ὕβρεις καὶ ὀνειδισμούς, ὑβρίζω, ὀνειδίζω Κρήτ. (Μεραμβ.) : ᾿Επόσασά σου τήνε ’γὼ ἐτσά ποῦ τσῆ ἔπρεπε.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/