ἀπονοῦμαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπονοῦμαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπονοῦμαι Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄπονος. Πβ. καὶ τὸ παρ᾽ Ἡσυχ. ἀπονεῖν ἐν λ. ἀωδυνεῖν. Ἡ λ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Δ 715 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.)
Σημασιολογία
Εἶμαι ἄπονος, μνησικακῶ κατά τινος, μισῶ τινα: ᾿Εγὼ τ᾿ ἀπονοῦμαι, γιˬατὶ μοῦ ’χει μεγάλο ζαράρι καωμένο (ζαράρι = βλάβη). ’Απονοῦμαι σου, ὅ,τι νὰ σὲ πιˬάσω, δὰ βγάλω λουρίδες ἀπὸ τὴ ράχι σου. Μὰ γιˬάdα μ᾽ ἀπονᾶσαι; εἶdα σοῦ ’καμα; Ἡ σημ. καὶ ἐν ᾽Ερωτοκρ. ἔνθ᾽ ἀν. «᾿ς τὸ ριζικὸν ἐμάχετο, τσῆ μοῖρας ἀπονᾶται».
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA