ἀπόλιγος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόλιγος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπόλιγος ἐπίθ. Κρήτ. (Σητ. Σφακ.) Κύθηρ. Πελοπν. (Μάν.) ἀπό’γους Θεσσ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἐπιθ. λίγος.
Σημασιολογία
Ὀλίγος Θεσσ. Κρήτ. (Σητ. Σφακ.) Κύθηρ. Πελοπν. (Μάν.): Ἤτανε ἀπόλιγοι νομᾶτοι ’ς τὴν ἐκκλησία Μάν. Ἀπόλιγα τὰ φέρνε, γιˬατὶ θὰ τελειώσουν ὀγλήγορα (τὰ φέρνε = φέρνετα) Σητ. Ἀπόλιγ’ ἀπόλιγα θὰ τὰ πλερώσω Σφακ. || Φρ. ’Σ ἀπό’γου (μετ᾽ ὀλίγον, σὲ λίγο) Θεσσ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA