ἀποστηθίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποστηθίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποστηθίζω λόγ. κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.)

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀποστηθίζω.

Σημασιολογία

Μανθάνω ἢ λέγω ἀπὸ στήθους, ἀπομνημονεύω ἐπὶ λέξει λόγ κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.): Ἀποστηθίζω ποίημα. ᾿Αποστηθίζει τὸ μάθημά του. Ὅ,τι διˬαβάζει τό ἀποστηθίζει ἀμέσως κοιν. Οἱ γνῶσες τους εἶναι ἀποστηθισμένες παππαγαλλίστικα καὶ ἄχρηστες γιˬὰ τὴ ζωὴ ΙΔραγούμ. Ὅσοι ζωντ.2 153. Συνών ἀπεχτηθίζω, ἀποστοματίζω 2β, ξεστηθίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/