ἀπολίγωμαν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπολίγωμαν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπολίγωμαν τό, Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀπολιγώνω.
Σημασιολογία
Τὸ νὰ συνέλθῃ τις ἐκ τῆς λιποθυμίας. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀπολιγοθύμσμαν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA