ἀπολιδρακών-νω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπολιδρακών-νω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀπολιδρακών-νω ἀμάρτ. ᾿πολιδρακών-νω Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. λιδρακών-νω.

Σημασιολογία

Μεταβάλλομαι οἱονεὶ εἰς λίθον, ἀπολιθοῦμαι, καθίσταμαι σκληρός: Ἐχόγλασαν πολλὰ τ᾿ ἀβκὰ ταὶ ’πολιδρακώσαν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/