ἀπόστημα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόστημα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπόστημα τό, λόγ. κοιν. ἀποστ’μα Ἤπ. (Ζαγόρ.) ἀπόστεμα Θήρ. Κρήτ. Σῦρ. Χίος (Ἔλυμπ.) -Κορ. Ἄτ. 1,123-Λεξ. Βάιγ. Περίδ. Βυζ. Μπριγκ. Βλαστ. 395 ἀπόσταμα Μακεδ. (Βλάστ.) Τσακων. ᾿πόστημα Κύπρ. ᾿πόστημαν Κύπρ. ᾿πόστεμα Ρόδ.
Χρονολόγηση
Αρχαία
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀπόστημα. Ὁ τύπ ἀπόστεμα καὶ μεσν ᾿Ιδ. ΙΒογιατζίδ. ἐν ᾽Αθηνᾷ 29 (1917 ) Λεξικογρ. ᾽Αρχ. 66
Σημασιολογία
1) Διάστημα, ἀπόστασις ἐπὶ τόπου Σίφν 2) Πυῶδες τοῦ σώματος ἔκφυμα κοιν. καί Τσακων. : Βγάζει - ἔχει -κάνει ἀπόστημα. Γίνεται ἀπόστημα ᾿ς τὸ πόδι μου κοιν.᾽΄Εβγαλιν ἀπόσταμα ᾽ς τοὺ λιμό Βλάστ. Ἔβγαλ' ἕν᾽ ἀπόστ’μα’ς τοὺ χέρ’ Ζαγόρ || Φρ. ᾿΄Εκαμ᾿ ἀπόστημα νὰ φωνάζω (ἐκουράσθηκα ἀπὸ τοὶς φωνὲς) Σίφν. Μοῦ ἔκαμες ᾿πόστημα ὥς νά’ρθῃς Κύπρ. Συνών. βγαλτό, πόνεμα, σπυρί.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA